- ποτηματοποιούς
- ποτηματοποιόςpreparing drink: masc /fem acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ποτηματοποιούς — ποτηματοποιός preparing drink masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] … Dictionary of Greek